κτενοφόρα — Φύλο αποκλειστικά θαλάσσιων οργανισμών, με ευρεία εξάπλωση, το οποίο παλαιότερα κατατασσόταν στα κοιλεντερωτά, μαζί με τα κνιδόζωα. Πρόκειται για ζώα με μορφή μέδουσας, στα οποία όμως η ακτινωτή συμμετρία έχει μετατραπεί σε αμφιακτινωτή με την… … Dictionary of Greek
Μέδουσα — Νηκτική μορφή των κνιδοζώων, η οποία είναι προσαρμοσμένη για πλαγκτονική διαβίωση. Οι μ. αντιπροσωπεύουν, γενικά, τα ελεύθερα στάδια του κύκλου ζωής των υδροζώων και των σκυφοζώων, ο οποίος περιλαμβάνει εναλλαγή γενεών και διμορφισμό (μεταγένεση) … Dictionary of Greek
γαστρίδιο — Ένα από τα αρχικά στάδια της εμβρυϊκής ανάπτυξης. Προέρχεται από ένα βλαστίδιο με μια διαδικασία εγκόλπωσης που αποκαλείται γαστριδίωση. Η αυλάκωση τελειώνει με τη διευθέτηση των βλαστομεριδίων γύρω από μια κεντρική κοιλότητα. Στη συνέχεια, το… … Dictionary of Greek
κνιδόζωα — Φύλο υδρόβιων μεταζώων, σχεδόν αποκλειστικών θαλάσσιων, με ακτινωτή συμμετρία, τα οποία είτε ζουν μόνα τους είτε είναι οργανωμένα σε αποικίες, στην επιφάνεια της θάλασσας ή προσκολλημένα στο έδαφος. Από εξελικτική άποψη, τα κ. βρίσκονται σε… … Dictionary of Greek
κολλέγχυμα — Ένας από τους πρωτογενείς ιστούς των φυτών, με στηρικτικό ρόλο. Το κ. αποτελείται από ζωντανά κύτταρα που φέρουν παχιά, μη αποξυλωμένα τοιχώματα, τα οποία είναι στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους, κατά κανόνα χωρίς μεσοκυττάριους χώρους. Το τοίχωμα… … Dictionary of Greek
μέδουσα — Νηκτική μορφή των κνιδοζώων, η οποία είναι προσαρμοσμένη για πλαγκτονική διαβίωση. Οι μ. αντιπροσωπεύουν, γενικά, τα ελεύθερα στάδια του κύκλου ζωής των υδροζώων και των σκυφοζώων, ο οποίος περιλαμβάνει εναλλαγή γενεών και διμορφισμό (μεταγένεση) … Dictionary of Greek
ναρκομέδουσες — οι ζωολ. υπόταξη τών τραχυλίνων υδροζώων τού φύλου Κνιδόζωα που περιλαμβάνει αρκετά γένη μεδουσών, με παχύρρευστη μεσογλοία, με εγκοπές στο χείλος τού σκιαδίου και με γεννητικά κύτταρα στο τοίχωμα τού στομαχιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ.… … Dictionary of Greek
υδροσκελετός — ο, Ν ζωολ. (στα ζώα που στερούνται σκληρού σκελετού) σύνολο κενών, γεμάτων από ένα υγρό τού οποίου οι υδροστατικές ιδιότητες παρέχουν μια δύναμη ανταγωνιστική προς τις μυϊκές συσπάσεις, όπως είναι η ενδοδερμική κοιλότητα τών σπόγγων, η μεσογλοία… … Dictionary of Greek
ύδρα — Γένος κοιλεντερόζωων υδρόζωων, της οικογένειας των Υδριδών. Αριθμεί δεκαπέντε περίπου είδη, που ζουν στα γλυκά νερά. Η ύ. έχει τη μορφή μικρού κυλινδρικού ασκού, στην κορυφή του οποίου υπάρχει το στόμα, που περιβάλλεται από αριθμό μακρών και… … Dictionary of Greek